Οι βαθμοί αποτελούν ένα σύστημα αξιολόγησης της πορείας, της προσπάθειας, της προόδου ενός μαθητή και διεθνώς εφαρμόζονται διάφορα συστήματα βαθμολόγησης (αριθμοί, ποσοστά, γράμματα κ.λπ). Σε ορισμένες χώρες οι βαθμοί είναι πολύ σημαντικοί και καθοριστικοί για την εξέλιξη και το μέλλον ενός μαθητή. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ ο μέσος όρος βαθμολογίας είναι σημαντικός στις αιτήσεις για αλλαγή σχολείου, εισαγωγής σε κολλέγιο/πανεπιστήμιο, αναζήτησης υποτροφιών, συμμετοχής σε σχολικές/ακαδημαϊκές λέσχες, ακόμα και σε αιτήσεις για δουλειά. Στην Ινδία υπάρχει μια εμμονή με τους καλούς βαθμούς και οι γονείς πιέζουν τα παιδιά τους σε υπερβολικό βαθμό και αυτό γιατί οι καλοί βαθμοί εγγυώνται ένα καλύτερο μέλλον. Άλλωστε, στην αναπτυσσόμενη Ινδία η δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι προνόμιο και πολυτέλεια. Από την άλλη, στη Φινλανδία δεν υπάρχουν τυποποιημένες εξετάσεις. Οι μαθητές δίνουν εθελοντικά μια εξέταση για να εισαχθούν σε κάποιο πανεπιστήμιο. Οι βαθμοί εξατομικεύονται και το βαθμολογικό σύστημα καθορίζεται από τον εκπαιδευτικό. Nα θυμίσουμε, σε αυτό το σημείο, ότι η Φινλανδία θεωρείται πως έχει το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα στον κόσμο. Είναι, λοιπόν, οι βαθμοί σημαντικοί;

Τα τελευταία χρόνια γίνεται αρκετός λόγος για το διάβασμα και τον ελεύθερο χρόνο των παιδιών και όπως πάντα οι απόψεις διίστανται. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο ελεύθερος χρόνος των μαθητών έχει μειωθεί δραματικά λόγω των εξωσχολικών δραστηριοτήτων που παρακολουθούν και ότι δεν είναι καλό να έχουν επιπλέον φόρτο εργασίας στο σπίτι, άλλοι διακρίνουν προχειρότητα των μαθητών απέναντι στο διάβασμα και είναι πεπειμένοι ότι αυτό θα άλλαζε με περισσότερη πίεση για μελέτη. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.

Το 2003 ο ψυχογλωσσολόγος Steven Pinker εισήγαγε στο βιβλίο του «Τhe blank state» τον όρο «ρουτίνα του ευφημισμού» ή αλλιώς «ρόδα του ευφημισμού» (euphemism treadmill). Ακούγεται ενδιαφέρον, αλλά τι ακριβώς είναι; Ο όρος περιγράφει το πώς λέξεις που έχουν αντικαταστήσει άλλες προσβλητικές, με τον καιρό καταλήγουν να γίνονται και οι ίδιες προσβλητικές. 

Όταν ξεκίνησα να διδάσκω την ελληνική ως δεύτερη/ξένη γλώσσα, είχα τον εξής προβληματισμό: πώς θα καταφέρω να κάνω τους μαθητές μου να μάθουν καινούργιες λέξεις;! Εδώ να υπενθυμίσω, βεβαίως, ότι γενικότερα για να μάθει κανείς το οτιδήποτε, θα πρέπει να έχει κίνητρο – θεωρείται επιστημονικά απ' τα πιο σημαντικά κριτήρια μάθησης. Ωστόσο, με κάποιες μεθόδους μπορούμε να ενισχύσουμε αυτό το κίνητρο ή αν δεν υπάρχει, μπορούμε να βοηθήσουμε τους μαθητές μας να συγκρατήσουν έστω λίγα και βασικά πράγματα απ’ αυτά που έχουμε σχεδιάσει να διδάξουμε. 

Το λεξιλόγιο είναι η αρχή και το τέλος στην εκμάθηση μιας γλώσσας. Ξεκινάμε, λοιπόν, με τα βασικά: η CEFRL (Common European Framework of Reference for Languages) έχει καθορίσει τα γνωστά σε όλους επίπεδα γλωσσομάθειας και δίπλα συμπληρώνουμε τον αριθμό των λέξεων που χρειάζεται να ξέρουμε σε κάθε επίπεδο:

Η χρήση μουσικής στο μάθημα είναι ένας ευχάριστος τρόπος να εξασκήσουν οι μαθητές τη γλώσσα, να έρθουν σε επαφή με τα ακούσματα, τον πολιτισμό μας ή και την ποπ κουλτούρα και, φυσικά, να απολαύσουν το μάθημα. Επιπλέον, δεν είναι καθόλου δύσκολο: έρευνες δείχνουν ότι η πλειονότητα των δημοφιλών τραγουδιών αντιστοιχεί σε επίπεδο γλώσσας γ’ δημοτικού. Δηλαδή, οι στίχοι των περισσότερων εμπορικών τραγουδιών μπορούν να διαβαστούν και να γίνουν κατανοητοί από ένα παιδί 8-9 χρονών! Ωστόσο, πώς θα επιλέξουμε από τα πολλά τραγούδια που κυκλοφορούν το κατάλληλο για το μάθημά μας; Η επιλογή πρέπει να βασίζεται σε κάποια κριτήρια:

Διάβαζα Χρόνη Μίσσιο τις προάλλες και έκανα ένα μικρό αναγνωστικό άλμα από το περιεχόμενο στη γλώσσα: είναι άμεση, απλή, λαϊκή, σαν να την ακούς στον δρόμο και όχι να τη διαβάζεις. Με μια λέξη, υπέροχη. Και γι' αυτό ορισμένες λέξεις που χρησιμοποιεί, καθημερινές, συνηθισμένες και οικείες, αποτέλεσαν μάλλον μια περίεργη αφορμή για μια ασυνήθιστη αναζήτηση, όπως: ποιες λέξεις θεωρούνται "κακές" και χρησιμοποιούνται μειωτικά/υβριστικά και γιατί;